- γατοφαγωμένος
- η , ο съеденный кошкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γατοφαγωμένος — η, ο αυτός που έχει φαγωθεί από γάτα: Βρήκα τις παντόφλες μου γατοφαγωμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)